- σκιάζεται
- σκιάζωovershadowpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλίνσκιος — ή παλίσκιος, ον (Α) 1. αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή σκιά («ἐλαῑαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», Αριστοτ.) 2. σκοτεινός, ζοφερός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίνσκιον τόπος που σκιάζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + σκιά] … Dictionary of Greek
άσκιαχτος — και άσκιαστος, η, ο (AM ἀσκίαστος, ον) αυτός που δεν σκεπάζεται από σκιά νεοελλ. εκείνος που δεν σκιάζεται, ο ατρόμητος μσν. όποιος δεν είναι σκεπασμένος με σκουριά … Dictionary of Greek
ήσκιωμα — το [ησκιώνω] 1. (κυρίως για δέντρα και φυτά) η σκιά 2. ο τόπος που σκιάζεται («κάθεται στο ήσκιωμα») 3. μτφ. συμβάν, κατάσταση, διάθεση που θορυβεί, ανησυχεί, θλίβει την ψυχή 4. συνεκδ. ψυχική ανησυχία, θλίψη, μελαγχολία 5. η πνευματική ή ψυχική… … Dictionary of Greek
αποσκιαδερός — ή, ό 1. αυτός που έχει σκιά, σκιερός 2. αυτός που βλέπει προς τη δύση, που σκιάζεται ανατολικά από βουνά («στην αποσκιαδερή τη μέσα Μάνη») … Dictionary of Greek
εύσκιος — ο (ΑΜ εὔσκιος, ον) αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.) νεοελλ. (για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιά («εύσκιος πλάτανος») αρχ. σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτος («εὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς… … Dictionary of Greek
θεόσκιος — θεόσκιος, ον (Μ) αυτός που σκιάζεται προστατευτικά από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος, κατά σκιος] … Dictionary of Greek
κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
μελανόφυλλος — η, ο (Α μελανόφυλλος, και μελάμφυλλος ον) αυτός που έχει μαύρα φύλλα αρχ. 1. (για τόπο) αυτός που σκιάζεται από φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελάμφυλλον το ποώδες και διακοσμητικό φυτό άκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φύλλο (πρβλ. πλατύ… … Dictionary of Greek
οφρυόσκιος — ὀφρυόσκιος, ον (Α) (κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», Πλάτ. Κωμικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + σκιά (πρβλ. δολιχό σκιος)] … Dictionary of Greek
πάνσκιος — ον, Μ αυτός που σκιάζεται από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μακρό σκιος] … Dictionary of Greek